μαλλούρα

μαλλούρα
η
πολλά και μακριά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί / μαλλιά + κατάλ. -ούρα* (πρβλ. ανακατωσ-ούρα, θολούρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… …   Dictionary of Greek

  • μαλλούρας — α, ικο αυτός που έχει πολλά και μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλούρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”